υπεραγάλλομαι

υπεραγάλλομαι
Μ [ἀγάλλομαι]
νιώθω υπέρμετρη, απόλυτη αγαλλίαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek

  • υπεράγαμαι — Α 1. ὑπεραγάλλομαι* 2. θαυμάζω πάρα πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄγαμαι «θαυμάζω, χαίρομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”